- κατείδωλος
- κατείδωλοςfull of idolsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατείδωλος — κατείδωλος, ον (Α) γεμάτος είδωλα, παραδομένος στην ειδωλολατρία («κατείδωλον οὖσαν τὴν πάλιν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἴδωλον] … Dictionary of Greek
κατείδωλον — κατείδωλος full of idols masc/fem acc sg κατείδωλος full of idols neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειδώλοις — κατείδωλος full of idols masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειδώλῳ — κατείδωλος full of idols masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείδωλοι — κατείδωλος full of idols masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)